- παπαδίστικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε παπά, ιερατικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παπαδίστικαη ιερατική περιβολή, η περιβολή τού ιερέα, τα ράσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. δασκαλ-ίστικος)].
Dictionary of Greek. 2013.